κατευθυντήριος

κατευθυντήριος
-α, -ο (Α κατευθυντήριος, -ία, -ον) [κατευθυντήρ]
νεοελλ.
αυτός που κατευθύνει ή είναι κατάλληλος ή χρησιμεύει στο να καθορίζει την κατεύθυνση («η κυβέρνηση χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές τής οικονομικής πολιτικής»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κατευθυντηρία
η στάθμη, ο γνώμονας που χρησιμεύει στους ξυλουργούς για να κανονίζουν την ευθύτητα τών ξύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατευθυντήριος — α, ο αυτός που χρησιμεύει στο να κατευθύνει: Ο πρωθυπουργός έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της Κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • δευτέριο — Σταθερό ισότοπο του υδρογόνου, που παριστάνεται με το σύμβολο D ή Η2. Το δ. έχει διπλάσια ατομική μάζα από το υδρογόνο, ενώ ο πυρήνας του (δευτόνιο ή δευτερόνιο) αποτελείται από ένα νετρόνιο και από ένα πρωτόνιο, σε αντίθεση με τον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”