- κατευθυντήριος
- -α, -ο (Α κατευθυντήριος, -ία, -ον) [κατευθυντήρ]νεοελλ.αυτός που κατευθύνει ή είναι κατάλληλος ή χρησιμεύει στο να καθορίζει την κατεύθυνση («η κυβέρνηση χάραξε τις κατευθυντήριες γραμμές τής οικονομικής πολιτικής»)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ κατευθυντηρίαη στάθμη, ο γνώμονας που χρησιμεύει στους ξυλουργούς για να κανονίζουν την ευθύτητα τών ξύλων.
Dictionary of Greek. 2013.